εκφύλιση — η 1. εκφυλισμός 2. ιατρ. κυτταρική αλλοίωση που προκαλεί καταστροφή τού κυτταροπλάσματος και τού πυρήνα 3. το σύνολο τών σωματικών και ψυχικών αλλοιώσεων που παρουσιάζει ένα άτομο κληρονομικά ή επίκτητα (έπειτα από μια πάθηση) … Dictionary of Greek
κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και … Dictionary of Greek
δυσελάστωση — η εκφύλιση τών ελαστικών ινών διαφόρων οργανικών ιστών … Dictionary of Greek
εκφυλισμένος — η, ο (AM ἐκφυλισμένος, η, ον) αυτός που έχει υποστεί εκφύλιση, εκφυλισμό … Dictionary of Greek
εκφυλισμός — Η διαφθορά· η ελάττωση της έντασης, η κάμψη. (Βιολ.) Μορφολογικά, ε. είναι η διαδικασία της εξαφάνισης των κυττάρων ή των οργάνων, όπως για παράδειγμα η εξαφάνιση της ουράς του γυρίνου, όταν μεταμορφώνεται σε βάτραχο. Μικροβιολογικά, ε. είναι η… … Dictionary of Greek
επιδερμίδα — Το εξωτερικό κάλυμμα του δέρματος των ζώων και του ανθρώπου που αναπτύσσεται από το εξωτερικό εμβρυϊκό βλαστικό σέρμα, το αποκαλούμενο εξώδερμα. Τα εκκρίματα της μονοστρωματικής ε. των ασπονδύλων σχηματίζουν, εξαιτίας της στερεοποίησής τους στον… … Dictionary of Greek
ημεραλωπία — Μειωμένη ικανότητα προσαρμογής του ανθρώπινου ματιού κατά το λυκόφως, με την οποία η οπτική οξύτητα εξασθενεί ανάλογα με τη μείωση του φωτισμού. Η η. εμφανίζεται συχνά σε άτομα που η διατροφή τους είναι πτωχότατη σε βιταμίνη Α. Είναι συχνή σε… … Dictionary of Greek
καρκινογόνος — ο, θηλ. και α ιατρ. αυτός που είναι ικανός να προκαλέσει κακοήθη εκφύλιση τών ζωντανών ιστών, αυτός που προκαλεί καρκίνο («καρκινογόνες ουσίες»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. carcinogenic < carcino (πρβλ. καρκίνος) + gen ic (πρβλ. γεν… … Dictionary of Greek
κολλαγόνωση — η ιατρ. σύνολο παθήσεων με κοινό χαρακτηριστικό την εκφύλιση τών κολλαγόνων ινών τού συνδετικού ιστού έπειτα από αλλεργική αντίδραση αυτοανοσιακού τύπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. collagenosis < collagen (< coll[a] < κόλλα +… … Dictionary of Greek
κολλοειδής — ές 1. αυτός που έχει μορφή κόλλας, πηκτώδης, κολλώδης 2. φρ. α) «κολλοειδή συστήματα» ή, απλώς, «κολλοειδής» χημ. κατηγορία ετερογενών συστημάτων τών οποίων η διεσπαρμένη ουσία συνίσταται από λεπτά τεμαχίδια διαστάσεων μεταξύ 10 7 και 10 3… … Dictionary of Greek