εκφύλιση

εκφύλιση
η
1. εκφυλισμός (βλ. λ.).
2. κυτταρική αλλοίωση από φυσικοχημικά ή τοξικά αίτια, που προκαλεί καταστροφή του κυτταροπλάσματος και του πυρήνα.
3. σωματική, διανοητική ή ηθική κατάπτωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εκφύλιση — η 1. εκφυλισμός 2. ιατρ. κυτταρική αλλοίωση που προκαλεί καταστροφή τού κυτταροπλάσματος και τού πυρήνα 3. το σύνολο τών σωματικών και ψυχικών αλλοιώσεων που παρουσιάζει ένα άτομο κληρονομικά ή επίκτητα (έπειτα από μια πάθηση) …   Dictionary of Greek

  • κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και …   Dictionary of Greek

  • δυσελάστωση — η εκφύλιση τών ελαστικών ινών διαφόρων οργανικών ιστών …   Dictionary of Greek

  • εκφυλισμένος — η, ο (AM ἐκφυλισμένος, η, ον) αυτός που έχει υποστεί εκφύλιση, εκφυλισμό …   Dictionary of Greek

  • εκφυλισμός — Η διαφθορά· η ελάττωση της έντασης, η κάμψη. (Βιολ.) Μορφολογικά, ε. είναι η διαδικασία της εξαφάνισης των κυττάρων ή των οργάνων, όπως για παράδειγμα η εξαφάνιση της ουράς του γυρίνου, όταν μεταμορφώνεται σε βάτραχο. Μικροβιολογικά, ε. είναι η… …   Dictionary of Greek

  • επιδερμίδα — Το εξωτερικό κάλυμμα του δέρματος των ζώων και του ανθρώπου που αναπτύσσεται από το εξωτερικό εμβρυϊκό βλαστικό σέρμα, το αποκαλούμενο εξώδερμα. Τα εκκρίματα της μονοστρωματικής ε. των ασπονδύλων σχηματίζουν, εξαιτίας της στερεοποίησής τους στον… …   Dictionary of Greek

  • ημεραλωπία — Μειωμένη ικανότητα προσαρμογής του ανθρώπινου ματιού κατά το λυκόφως, με την οποία η οπτική οξύτητα εξασθενεί ανάλογα με τη μείωση του φωτισμού. Η η. εμφανίζεται συχνά σε άτομα που η διατροφή τους είναι πτωχότατη σε βιταμίνη Α. Είναι συχνή σε… …   Dictionary of Greek

  • καρκινογόνος — ο, θηλ. και α ιατρ. αυτός που είναι ικανός να προκαλέσει κακοήθη εκφύλιση τών ζωντανών ιστών, αυτός που προκαλεί καρκίνο («καρκινογόνες ουσίες»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. carcinogenic < carcino (πρβλ. καρκίνος) + gen ic (πρβλ. γεν… …   Dictionary of Greek

  • κολλαγόνωση — η ιατρ. σύνολο παθήσεων με κοινό χαρακτηριστικό την εκφύλιση τών κολλαγόνων ινών τού συνδετικού ιστού έπειτα από αλλεργική αντίδραση αυτοανοσιακού τύπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. collagenosis < collagen (< coll[a] < κόλλα +… …   Dictionary of Greek

  • κολλοειδής — ές 1. αυτός που έχει μορφή κόλλας, πηκτώδης, κολλώδης 2. φρ. α) «κολλοειδή συστήματα» ή, απλώς, «κολλοειδής» χημ. κατηγορία ετερογενών συστημάτων τών οποίων η διεσπαρμένη ουσία συνίσταται από λεπτά τεμαχίδια διαστάσεων μεταξύ 10 7 και 10 3… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”